Showing posts with label Θεσσαλία. Show all posts
Showing posts with label Θεσσαλία. Show all posts

28 February 2011

 

ΚΡΑΣΙ


απόψε που σαν τόσους άλλους, μέθυσα
στα πολιτικά συνθήματα
και στο κρασί,
γύρισα χρόνια πίσω.

σου είχα έρθει παιδί ακόμα, ξένος, αδέξιος.
ήταν η εποχή
που φοβόμουνα σχεδόν να χαμογελάω.
ήθελα νάμαι σοβαρός, μεγάλος, όπως πρέπει.
χαμένος κόπος,
εδώ πέρα κόσμοι ολόκληροι άλλαξαν.

ήσουν όμορφη, είχες θερμή ματιά,
κι ένα στόμα που δεν ήταν για ρομαντικούς ποιητές.
από κείνει τη μέρα μούγινε κρασί η σκέψη σου.

κρασί
κρασί

κι όμως εδώ μέσα πονάει.
θέλει μαστίγιο η υπομονή, δώδεκα
μέρες έχω μετρημένες,
απ τη σιωπή της Στερεάς
στο ερωτικό τραγούδι των νησιών,
Θεσσαλία!



ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ

εσύ γράφεις, γράφεις εσύ.
κι εγώ άτονα κοιτάζω το λόφο με τα σπίτια
με τα σπίτια.

και με προσπάθεια σκέφτομαι
να είχαμε κει ένα σπίτι κρυφό.
κρυφό.



ΚΥΝΙΣΜΟΣ

κι άλλο ποίημα;

ναί γιατί δεν ξεχωρίζω πια
πού η ποίηση, πού η ζωή
και κάθε μου λέξη γίνεται ποιητικός λόγος.

γιατί έχασα το μέτρο
έχασα τους ρυθμούς
των συνανθρώπων στην καθημερινότητα,
και η ποίηση χτυπάει παντού!

γιατί είδα με μάτια άλλα τα σπίτια και τα βουνά
και είδα πως
κάθαρση μεγάλη είναι αναγκαία πια
και πιο αγνό από την ποίηση, τί υπάρχει;
για παιδιά, μή μου πεις:
μεγαλώνουν και χαλάν,
συνουσιάζονται ψυχρά για χρήμα.
η ποίηση δεν εξαγοράζεται.

κι άλλο ποίημα, λοιπόν.
για να είναι πιο υποφερτό το διάστημα
που δεν θα γράφω και δεν θα διαβάζω
τα γραμμένα.



ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

μια στάλα ελπίδα
μια στάλα θαλασσόνερο
μια γωνιά στον ήλιο
και μια ελιά.
οι παλαιές φιλοδοξίες έγιναν πολύ ανθρώπινες.

δεν θα μπούμε στην Πόλη σαν θριαμβευτές.
ταπεινή περιήγηση μάς επιφυλάσσεται
- μελαγχολία -
στην Πύλη του Ρωμανού,
προσκύνημα
στην αφ’ υψηλού Αγιά Σοφιά,
σε συνοικίες Ελλήνων
όπου σπάνια πια τα ελληνικά των αυτοκρατόρων.

συγκατάβαση καλοσυνάτη ο άλλοτε εχθρός.
αλλά το ρήμαγμα ψυχών δεν επουλώνεται,
η άπτερη νίκη δραπέτευσε.

αν και,
μια σταγόνα, μια σταγόνα ελπίδα...

22 February 2011


ΘΑΝΑΤΟΣ ΝΕΑΣ ΖΩΗΣ

αέρας αέρας
κι ο ήλιος να λείπει
στον αφρό πέρα από τη θάλασσα.
αέρας, αέρας οξυτάραχος,
σαν όψιμος χειμώνας να απειλεί με άγρια εξόντωση
την ανύποπτη ανυπότακτη άνοιξη.
αέρας, που το μίσχο εξασκεί στο λύγισμα
- βίαιο λύγισμα βασανιστικό -
αλλά το άνθος ανθίσταται, χτυπιέται, τρίβεται.
σε παραζάλη όλοι οι σπόροι έχουν χαθεί,
οι μέλισσες ελαφρό θα νιώθουν το πέταγμα
με την ήσυχη ανατολή
μεθαύριο.



ΘΕΑΤΗΣ

σ’ έξαρση τα μάρμαρα.
κάθε θέατρο μια ζωή μου,
κάθε μου σκέψη, κάθε μου πράξη,
πάνω στις κερκίδες τοποθετώ
- στο άνω διάζωμα ή στην κάτω σειρά των ιερέων,
αριστερά, δεξιά, βασιλικά στη μέση –
γέμισα ένα θέατρο, έναν κόσμο εμπειρίες!

και δεν χαίρομαι.
ποτέ δεν άγγιξα το βουβό, ιερό κύκλο.
στο κέντρο δεν στάθηκα ποτέ.

θα είμαι πάντα θεατής.
ο μοναδικός, σε πολλά μέρη, θεατής.
όμως μόνο θεατής.



ΘΕΟΓΟΝΙΑ

είσαι ωραία, είσαι η ομορφιά ίδια, είσαι το παν!
ήλιος που δεν γνωρίζει ηλιοβασίλευμα,
και νύχτα καλοκαιριού
που, κι αν μικρό παιδί μετρούσε τα αστέρια
θα τελείωνε πριν την αυγή.

δίπλα σου, πάνω σου γέρνω
αχαλίνωτος πόθος
θεός νέος όπως μ’ έπλασες, άνδρας αθάνατος!



ΘΕΣΣΑΛΙΑ


στη σκιά του Ολύμπου:
πεδιάδες, λόφοι, αναμμένος ο ουρανός,
Θεσσαλία.

ως τα δάση του Πηλίου,
πλάι στην πανάρχαιη θάλασσα
που και τώρα ζει τη δική της τη ζωή
των ανέμων:
Θεσσαλία, βασιλική, ηλιοσκαμμένη!

απ το φρούριο των Μετεώρων
ανοίγεις διάπλατα χίλια χωριά,
χίλιες πύλες
στον ταξιδιώτη της αδρής χαράς,
τον έφηβο Τριπτόλεμο,
μάγισσα Θεσσαλία!
γη της Δήμητρας!

19 February 2011


ΕΠΙΜΟΝΗ

... έτσι κι έγώ επιμένω,
με τα δόντια σε κρατάω!
κι αν χάθηκαν ήδη τόσες μέρες
σ’ αδόκιμα κι αδέξια φτερουγίσματα,
σε κρατάω.
κι όσο κρατάω, υπάρχει ελπίδα,
υπάρχει το απίθανο,
υπάρχουν τα παράδοξα γυρίσματα της μοίρας.
αγώνας με έπαθλο τα φιλιά σου.

ως την απελπισία, ως την εξάντληση,
με τα δόντια σε κρατάω!



ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ...

οι λέξεις και τα λεπτά κυλούσαν.
η αίθουσα γέμισε ομιλία
ως την οροφή.
κι όλοι σαν σε λήθαργο
έβλεπαν τη χτεσινή αργία, τώρα πια ανάμνηση,
τη θάλασσα να υπόσχεται,
σώματα στον ήλιο,
οξυγόνο!



ΕΠΙΤΥΧΙΑ

γράφοντας σύντομα γράμματα
σε μακρινούς, παλιούς φίλους
- το χαρτί λεπτό, ελαφρύ σαν τις λέξεις -
σκέφτομαι το ένα
μεγάλο ταξίδι που επιχείρησα και πέτυχα.

τα γράμματα ταξιδεύουν, ταξιδεύουν...

το μεγάλο ταξίδι μου, επίτευγμα...
νέος, ξεκινώντας με ευγένεια του βορρά,
αφελής, ερωτευμένος
- ω θαύμα! πώς βρεθήκαμε μαζί; -
ερωτευμένος, τολμηρός,
με απαίτηση το Πάσχα εκείνο
Πάσχα να σφραγιστεί για όλη μας τη ζωή!

τα γράμματα ταξιδεύουν, ταξιδεύουν...



ΕΡΗΜΟΣ

ο ίσκιος μου έχει χαθεί.
και βαδίζω
και βαδίζω με την άμμο
προς τον ήλιο-ορίζοντα.
με το βάσανο της βεβαιότητας,
το βάσανο του μοναδικού συλλογισμού:
πως κάπου θα πρέπει να γονατίσω
για να πιω νερό,
πως κάπου μόνο ετοιμοθάνατος
θα βλέπω τον ήλιο
χωρίς να τυφλωθώ…



ΕΣΩΣΤΡΕΦΕΙΑ

ποίημα τη λευκάδα του χιονιού.
οι πανέρημες ράχες της Θεσσαλίας
μ’ έκλεισαν σ’ ένα σπίτι
του παλιού καιρού.
κι έγινα ένα σώμα με το σπίτι
αναίσθητος.

16 February 2011

Ελευθερές


Πολλές φορές έχω κάνει το ταξίδι επιστροφής από τις Ελευθερές Θεσσαλίας στην Αθήνα. Η επιστροφή πάντα με την προσδοκία γρήγορα να περνάνε οι λίγες εβδομάδες και να ετοιμάζομαι πάλι για άλλο ένα  ταξίδι προς το χωριό. Για κανένα ταξίδι, για καμιά διαδρομή δεν υπάρχει αυτή η τόση λαχτάρα. Στη ζωή μου, σημείο αναφοράς οι Ελευθερές. Από κει ξεκίνησαν όλα: ο έρωτας!


ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ

τη νύχτα,
τα φώτα της Λάρισας
δειλό φωτοστέφανο πάνω από τη ράχη.

κανένας ουρανός Θεσσαλίας
δεν ανάβει τέτοιο πλήθος κεριών.

μουσική βαρειά χύνεται στο δρόμο
κάθε που ανοίγει πόρτα καφενείου
- περασμένη η ώρα, κι όταν σκυμμένα
τα ανθρώπινα αναστήματα σπίτι γυρίζουν,
στα χαμηλά σεμνά δωμάτια,
μετρώντας σπόρο και σοδειά,
το άπιαστο έλλειμμα,
κι εκτινάσσεται πέρα η σκιά των δένδρων
στην άκρη του δρόμου,

τότε οι άνθρωποι
αυστηρά την αυριανή δουλεία συλλογίζονται.
κι ίσως, σαν σωτηρία, σαν κάτι από ελπίδα,
τα φώτα τα δειλά της Λάρισας
πίσω από τη ράχη.



ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΛΑΡΙΣΑ


χωριά χωριά χωριά.
πότε θάναι επιτέλους το τέλος της διαδρομής;
τοπία άλλαξαν, βουνά ύψωσαν τα χιόνια τους
μεσ στην άνοιξη.
αχ, αυτό το ηλιοβασίλευμα που θα σε δώ,
νάταν αυγή…

χωριά χωριά.
συνταξιδιώτες μου εξήντα άγνωστα πρόσωπα,
καθένας με τα λόγια του, καθένας με τα νεύρα του.
πότε θάναι επιτέλους το τέλος της διαδρομής;
- θέλω την εικόνα σου να βλέπω, αυτή μόνο,
στο θάμπο του παράθυρου,
τα άλλα ας σβήσουν, μέχρι να φτάσω –

χωριά.
το δικό μας το χωριό τ’ ωραιότερο.
αύριο με τα πρώτα πουλιά θα σε πάω στο λόφο απέναντι.
και θα γυρίσουμε σιγά-σιγά, κατηφοριά,
και λόγια δεν θα χρειάζονται.
σκουραίνει η δύση.
πότε θάναι επιτέλους το τέλος της διαδρομής;

χωριά χωριά χωριά.
κάτι είπε ο διπλανός μου, δεν τ’ άκουσα καλά.
και ω χαρά, η πόλη ξεδιπλώνεται στο βάθος,
με τη μητρόπολη ψηλά πάνω στις στέγες:
ζυγώνει το τέλος, το τέλος της διαδρομής,
σπίτια, πολλά σπίτια περνάμε ξαφνικά.

το χωριό.
η δύση, κατακόκκινη.
ησυχία και ψύχρα βραδινή.
ανάβει μια μουσική, μοναδική
για σένα!




KINDERWIJSHEID

ik ben heen over mijn jeugd.
veel heb ik niet meegemaakt,
ook niet veel gezien
van deze wereld buiten mij.
ik vond maar dromen…

het avontuur is uitgespeeld.
ik ben niet erg lang jong geweest,
heb onvoldoende genoten;
alleen gewacht, ongeduldig,
op wat zou komen.

de tijd heeft de rest gedaan.
ik ben sterk en donker geworden
en ernstig.
mijn stap galmt snel over de straat,
onrust, want de kinderen
waarom onderbreken zij hun spel
en kijken mij aan,
wijzen mij na?...



KLEIN LEED

waanzin is een donker boek,
een schreeuw naar open veld.
kleuren slaan, van elke dag,
de uren weg
de orde weg.
dan is men martelaar,
dan weer held.

waanzin.
de dreven zijn te breed,
te hoog de bomen.
geen ruimte is er
waar de geest kan zijn
en rusten.
week, ben je,
nog weker dan ik,
klein leed.



ΕΛΠΙΔΑ

ανατολή,
όπου η δύση επισκέπτρια,
νύμφη ονειροπαρμένη
στο φως,
στη γοητεία των αγαλμάτων
φλογίζεται και ξεφτάει.

ανατολή
στο αίμα μας
του έρωτα πηγή,
πηγή θυμού.
άδικη παραφορά που θα με καταστρέψει,
όπως έκαψε τη δύση η πρωϊνή μου αγκαλιά.

ανατολή ελπιδοφόρα,
άδικα προτρέπουσα
τη μέρα να μην τελειώνει ποτέ,
την ώρα του έρωτα να μην τελειώνει ποτέ,
την ελπίδα να μην τελειώνει.

ανατολή.



ΕΜΜΟΝΗ

οι δρόμοι είναι για έρημα βήματα.
κι όσο πλησιάζεις τη θάλασσα
που φοράει μαύρο χειμωνιάτικο,
τόσο δειλιάζεις.
είσαι μόνος σου.
από τους ανθρώπους μόνο τους νεκρούς φοβάσαι,
αναμνήσεις,
γνωμικά.
σκιές σε τριγυρίζουν,
και είσαι τόσο μόνος
που κάθε ηδονή ξεχνιέται πια, κάθε σκοπός.
κι ακούς έρημα βήματα...



ΕΜΠΝΕΥΣΗ

κι όταν η ανία καραδοκεί, το γράψιμο.
ποίηση με το ζόρι,
στίχοι της πλήξης.
ποιήματα με καλή αρχή
αλλά με τέλος τραβηγμένο
ή καθόλου τέλος

όταν σα σπίθα ήδονής
ζεστό ένα χέρι λεπτό στον ώμο μου…